- βιαιότης
- βῐαιότης, ητος, ἡ,A violence,
β. καὶ παρανομία Antipho 5.8
, And.4.10, cf. Lys.23.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
β. καὶ παρανομία Antipho 5.8
, And.4.10, cf. Lys.23.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιαιότης — violence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότητα — βιαιότης violence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότητος — βιαιότης violence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαιότητα — η (AM βιαιότης) [βίαιος] η ιδιότητα του βίαιου νεοελλ. βίαιη πράξη ή ενέργεια … Dictionary of Greek